μαγειρώδης

μαγειρώδης
μᾰγειρ-ώδης, ες,
A butcherly,

φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480

B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγειρώδης — μαγειρώδης, ώδες (Α) [μάγειρος] αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.) …   Dictionary of Greek

  • μαγειρώδη — μαγειρώδης butcherly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαγειρώδης butcherly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μαγειρώδης butcherly masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”